tonifiant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tonifiant | tonifiants |
θηλυκό | tonifiante | tonifiantes |
Επίθετο
επεξεργασίαtonifiant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tonifiant | tonifiants |
θηλυκό | tonifiante | tonifiantes |
tonifiant (fr)