tobogano
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- tobogano < γαλλική toboggan
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tobogano | toboganoj |
αιτιατική | toboganon | toboganojn |
tobogano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tobogano | toboganoj |
αιτιατική | toboganon | toboganojn |
tobogano (eo)