ενικός         πληθυντικός  
titanique titaniques

  Επίθετο

επεξεργασία

titanique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. τιτάνιος, γιγαντιαίος
     συνώνυμα: titanesque
  2. τιτανικός, σχετικός με το τιτάνιο