Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

tire-lait < tirer + lait

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tire-lait tire-laits

tire-lait (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία