Ετυμολογία

επεξεργασία
tire-botte < tirer + botte

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
tire-botte tire-botte
και tire-bottes

tire-botte (fr) αρσενικό

  1. μικρή ξύλινη σανίδα με ένα άνοιγμα στην άκρη της, όπου στερεώνουμε το τακούνι για να βγάλουμε το παπούτσι ή τη μπότα μας
  2. μεταλλικό αγκίστρι που βάζουμε σε μια μπότα, έτσι ώστε να την τραβάμε για να μπορεί να περάσει το πόδι