tineo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tineo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tineo | tineoj |
αιτιατική | tineon | tineojn |
tineo (eo)
- (εντομολογία) ο σκόρος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tineo | tineoj |
αιτιατική | tineon | tineojn |
tineo (eo)