tigrido
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tigrido | tigridoj |
αιτιατική | tigridon | tigridojn |
tigrido (eo)
- το τιγράκι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tigrido | tigridoj |
αιτιατική | tigridon | tigridojn |
tigrido (eo)