tiers
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- tiers < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tiers | tiers |
θηλυκό | tierce | tierces |
tiers (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
tiers (fr)
- ένας τρίτος, πρόσθετος άνθρωπος