thud
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαthud < (κληρονομημένο) μέση αγγλική thudden
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
thud | thuds |
thud (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | thud |
γ΄ ενικό ενεστώτα | thuds |
αόριστος | thudded |
παθητική μετοχή | thudded |
ενεργητική μετοχή | thudding |
thud (en)
- κάνω γδούπο