thenable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
thenable | thenables |
thenable (en)
- (προγραμματισμός) αντικείμενο (object) που υποστηρίζει την μέθοδο (method)
then
ενικός | πληθυντικός |
thenable | thenables |
thenable (en)
then