testo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- testo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | testo | testoj |
αιτιατική | teston | testojn |
testo (eo)
- το τεστ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | testo | testoj |
αιτιατική | teston | testojn |
testo (eo)