terkultivado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | terkultivado | terkultivadoj |
αιτιατική | terkultivadon | terkultivadojn |
terkultivado (eo)
- η γεωργία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | terkultivado | terkultivadoj |
αιτιατική | terkultivadon | terkultivadojn |
terkultivado (eo)