telegramo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- telegramo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | telegramo | telegramoj |
αιτιατική | telegramon | telegramojn |
telegramo (eo)
- το τηλεγράφημα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | telegramo | telegramoj |
αιτιατική | telegramon | telegramojn |
telegramo (eo)