tekstprilaborilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tekstprilaborilo | tekstprilaboriloj |
αιτιατική | tekstprilaborilon | tekstprilaborilojn |
tekstprilaborilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tekstprilaborilo | tekstprilaboriloj |
αιτιατική | tekstprilaborilon | tekstprilaborilojn |
tekstprilaborilo (eo)