teksejo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teksejo | teksejoj |
αιτιατική | teksejon | teksejojn |
teksejo (eo)
- το υφαντουργείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teksejo | teksejoj |
αιτιατική | teksejon | teksejojn |
teksejo (eo)