tegmentotrabo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tegmentotrabo | tegmentotraboj |
αιτιατική | tegmentotrabon | tegmentotrabojn |
tegmentotrabo (eo)
- το αποκορύφωμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tegmentotrabo | tegmentotraboj |
αιτιατική | tegmentotrabon | tegmentotrabojn |
tegmentotrabo (eo)