tchateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chateur | chateurs |
θηλυκό | chateuse | chateuses |
Ουσιαστικό επεξεργασία
tchateur (fr)
- (πληροφορική) αυτός που κουβεντιάζει ηλεκτρονικά χάρη στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή του
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chateur | chateurs |
θηλυκό | chateuse | chateuses |
tchateur (fr)