clavardeur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- clavardeur < η λέξη προτείνεται από το Office québécois de la langue française στη βάση των clavarder + -eur
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | clavardeur | clavardeurs |
θηλυκό | clavardeuse | clavardeuses |
clavardeur (fr)
- (πληροφορική) άτομο που επικοινωνεί άμεσα, γραπτώς, με κάποια άλλα σε εικονικές αίθουσες, στο διαδίκτυο
Σημειώσεις
επεξεργασία- Πρόκειται για απόδοση του αγγλικού chatter.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη clavarder