Ετυμολογία

επεξεργασία
clavardeur < η λέξη προτείνεται από το Office québécois de la langue française στη βάση των clavarder + -eur

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό clavardeur clavardeurs
θηλυκό clavardeuse clavardeuses

clavardeur (fr)

Σημειώσεις

επεξεργασία
Πρόκειται για απόδοση του αγγλικού chatter.

Συγγενικά

επεξεργασία