clavardeuse
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
clavardeuse | clavardeuses |
clavardeuse (fr) θηλυκό
- θηλυκό του clavardeur
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη clavarder
ενικός | πληθυντικός |
clavardeuse | clavardeuses |
clavardeuse (fr) θηλυκό