taxidermy
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
/ˈtaksɪˌdəːmi/, /ˈtæksɪdɚmi/
Ετυμολογία en επεξεργασία
πρώιμος 19ος αιώνας: taxidermy < αρχαία ελληνική: τάξις «διάταξη, διαρρύθμιση, σύνθεση» + δέρμα + -y
Ουσιαστικό επεξεργασία
taxidermy (en)
- το βαλσάμωμα, η ταρίχευση, η ταξιδερμία, η ταξιδερμική
Σημειώσεις επεξεργασία
για ανθρώπους λέμε μουμιοποίηση/mummification όμως για ολόκληρο σώμα