tatillon
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tatillon | tatillons |
θηλυκό | tatillonne | tatillonnes |
Επίθετο
επεξεργασίαtatillon (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tatillon | tatillons |
θηλυκό | tatillonne | tatillonnes |
tatillon (fr)