tapiŝo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tapiŝo | tapiŝoj |
αιτιατική | tapiŝon | tapiŝojn |
tapiŝo (eo)
- το χαλί
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tapiŝo | tapiŝoj |
αιτιατική | tapiŝon | tapiŝojn |
tapiŝo (eo)