talk over
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | talk over |
γ΄ ενικό ενεστώτα | talks over |
αόριστος | talked over |
παθητική μετοχή | talked over |
ενεργητική μετοχή | talking over |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαtalk over (en)
- (μεταβατικό) συζητώ κάτι προσεκτικά και πλήρως, ειδικά για να καταλήξω σε συμφωνία ή να πάρω μια απόφαση
- ⮡ I talked it over with him and he’s in agreement.
- Συζήτησα το θέμα μαζί του και είναι σύμφωνος.
- ⮡ We will talk it over after lunch.
- Θα το συζητήσουμε εν εκτάσει μετά το φαγητό.
- ⮡ I talked it over with him and he’s in agreement.