talk at
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | talk at |
γ΄ ενικό ενεστώτα | talks at |
αόριστος | talked at |
παθητική μετοχή | talked at |
ενεργητική μετοχή | talking at |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαtalk at (en)
- μιλάω σε κάποιον χωρίς να προσέχω τι λέει ο ίδιος
- ⮡ Instead of talking at me, it’d be better for you to talk with me.
- Αντί να μου μιλάς χωρίς να προσέχεις τι λέω κι εγώ, θα 'ταν καλύτερα να κουβεντιάσεις μαζί μου.
- ⮡ Instead of talking at me, it’d be better for you to talk with me.