taché
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | taché | tachés |
θηλυκό | tachée | tachées |
Επίθετο
επεξεργασίαtaché (fr)
Δείτε επίσης : tâche, tache |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | taché | tachés |
θηλυκό | tachée | tachées |
taché (fr)