Ετυμολογία

επεξεργασία
télécommande < télé- (μακρυά) + commande (χειριστήριο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /te.le.kɔ.mɑ̃d/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
télécommande télécommandes

télécommande (fr) θηλυκό

  1. ο τηλεχειρισμός
     συνώνυμα: téléguidage
  2. (κατ’ επέκταση) το τηλεχειριστήριο
     συνώνυμα: zappette


Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία