παραθετικά
θετικός systematically
συγκριτικός more systematically
υπερθετικός most systematically

  Ετυμολογία

επεξεργασία
systematically < systematic + -ally

  Επίρρημα

επεξεργασία

systematically (en)

  • συστηματικά
    There are forces which are trying to systematically short circuit the mechanisms and functions of the state.
    Υπάρχουν δυνάμεις που προσπαθούν συστηματικά να βραχυκυκλώσουν τους μηχανισμούς και τις λειτουργίες του κράτους.