Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sympathiser (en)

  1. (ΗΒ) αυτός που δείχνει συμπόνια, που συμπάσχει με κάποιον
  2. (ΗΒ) αυτός που δείχνει συμπάθεια για κάποιες ιδεολογικές απόψεις, ο συμπαθών
    a Communist sympathiser - συμπαθών του κομμουνισμού (αλλά όχι μέλος ενός κομμουνιστικού κόμματος)

Άλλες γραφές επεξεργασία

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

sympathiser (fr)

Συγγενικά επεξεργασία