sympathiser
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
sympathiser (en)
- (ΗΒ) αυτός που δείχνει συμπόνια, που συμπάσχει με κάποιον
- (ΗΒ) αυτός που δείχνει συμπάθεια για κάποιες ιδεολογικές απόψεις, ο συμπαθών
- a Communist sympathiser - συμπαθών του κομμουνισμού (αλλά όχι μέλος ενός κομμουνιστικού κόμματος)
Άλλες γραφές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
sympathiser (fr)