swahili
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαswahili (fr) αρσενικό
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | swahili | swahilis |
θηλυκό | swahilie | swahilies |
swahili (fr)
- σχετικός με τη γλώσσα σουαχίλι
swahili (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | swahili | swahilis |
θηλυκό | swahilie | swahilies |
swahili (fr)