souahéli
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
souahéli (fr) αρσενικό
- → δείτε τη λέξη swahili
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | souahéli | souahélis |
θηλυκό | souahélie | souahélies |
souahéli (fr)
- → δείτε τη λέξη swahili