svisino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | svisino | svisinoj |
αιτιατική | svisinon | svisinojn |
svisino (eo)
- η Ελβετή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | svisino | svisinoj |
αιτιατική | svisinon | svisinojn |
svisino (eo)