survitaminé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | survitaminé | survitaminés |
θηλυκό | survitaminée | survitaminées |
survitaminé (fr)
- υπερβιταμινούχος
- (μεταφορικά) υπερεξοπλισμένος
- un ordinateur survitaminé - ένας υπερεξοπλισμένος κομπιούτερ