Ουσιαστικό

επεξεργασία

superposition (en)

  1. υπέρθεση, επαλληλία
  2. επικάλυψη

      ενικός         πληθυντικός  
superposition superpositions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

superposition (fr) θηλυκό

  1. επικάλυψη