superlativo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- superlativo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | superlativo | superlativoj |
αιτιατική | superlativon | superlativojn |
superlativo (eo)
- (γραμματική) ο υπερθετικός βαθμός