summon
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | summon |
γ΄ ενικό ενεστώτα | summons |
αόριστος | summoned |
παθητική μετοχή | summoned |
ενεργητική μετοχή | summoning |
Ρήμα
επεξεργασίαsummon (en)
- (μεταβατικό, επίσημο, νομικός όρος) κλητεύω, καλώ, επιδίδω κλήση/κλήτευση σε κάποιον να παρουσιαστεί στο δικαστήριο
- ↪ He was summoned as a witness for the prosecution.
- Τον κλήτευσαν ως μάρτυρα κατηγορίας.
- ↪ He was summoned before the court.
- Κλήθηκε στο δικαστήριο.
- ↪ He was summoned as a witness for the prosecution.
- (μεταβατικό, επίσημο) καλώ κάποιον ή παίρνω κλήση να πάω κάπου
- ↪ The Minister summoned him to appear.
- Τον κάλεσε ο Υπουργός να εμφανιστεί.
- ↪ I was summoned to the police station.
- Πήρα κλήση να πάω στο Τμήμα.
- ↪ The Minister summoned him to appear.
Πηγές
επεξεργασία- summon - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 409, 452-453, 453. ISBN 9780194325684., λήμμα: καλώ, κλήση, κλητεύω