suferiga
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | suferiga | suferigaj |
αιτιατική | suferigan | suferigajn |
suferiga (eo)
- που κάνει κάποιον να υποφέρει
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | suferiga | suferigaj |
αιτιατική | suferigan | suferigajn |
suferiga (eo)