subtitolo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | subtitolo | subtitoloj |
αιτιατική | subtitolon | subtitolojn |
subtitolo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | subtitolo | subtitoloj |
αιτιατική | subtitolon | subtitolojn |
subtitolo (eo)