subskribo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | subskribo | subskriboj |
αιτιατική | subskribon | subskribojn |
subskribo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | subskribo | subskriboj |
αιτιατική | subskribon | subskribojn |
subskribo (eo)