submarŝipo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | submarŝipo | submarŝipoj |
αιτιατική | submarŝipon | submarŝipojn |
submarŝipo (eo)
- το υποβρύχιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | submarŝipo | submarŝipoj |
αιτιατική | submarŝipon | submarŝipojn |
submarŝipo (eo)