stultulino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stultulino | stultulinoj |
αιτιατική | stultulinon | stultulinojn |
stultulino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stultulino | stultulinoj |
αιτιατική | stultulinon | stultulinojn |
stultulino (eo)