Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
studio studios

studio (fr) αρσενικό



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

studio < λατινική studium

  Ουσιαστικό επεξεργασία

studio (it)



Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

studio (pl) ουδέτερο

  1. στούντιο με τις έννοιες:
    • χώρος για κινηματογράφηση, φωτογράφηση ή ηχογράφηση
    • ατελιέ