studio
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
studio | studios |
studio (fr) αρσενικό
- η γκαρσονιέρα, το στούντιο
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
studio (it)
- η μελέτη
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
studio (pl) ουδέτερο
- στούντιο με τις έννοιες:
- χώρος για κινηματογράφηση, φωτογράφηση ή ηχογράφηση
- ατελιέ