ατελιέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατελιέ < απροσάρμοστο (άμεσο δάνειο) γαλλική atelier
Ουσιαστικό επεξεργασία
ατελιέ ουδέτερο άκλιτο
- (τέχνη) εργαστήριο ζωγράφου, γλύπτη ή άλλου καλλιτέχνη
- ↪ περνά όλη τη μέρα του μέσα στο ατελιέ, ζωγραφίζοντας πρόσωπα γυναικών