studado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | studado | studadoj |
αιτιατική | studadon | studadojn |
studado (eo)
- η μελέτη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | studado | studadoj |
αιτιατική | studadon | studadojn |
studado (eo)