striko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- striko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | striko | strikoj |
αιτιατική | strikon | strikojn |
striko (eo)
- η απεργία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | striko | strikoj |
αιτιατική | strikon | strikojn |
striko (eo)