strike out
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | strike out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | strikes out |
αόριστος | struck out |
παθητική μετοχή | struck out |
ενεργητική μετοχή | striking out |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
strike out (en)
- καινοτομώ
- διαφοροποιούμαι
- ξεκινώ κάτι νέο
- strike out at: χτυπώ