streko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- streko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | streko | strekoj |
αιτιατική | strekon | strekojn |
streko (eo)
- η γραμμή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | streko | strekoj |
αιτιατική | strekon | strekojn |
streko (eo)