stalaktito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- stalaktito < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stalaktito | stalaktitoj |
αιτιατική | stalaktiton | stalaktitojn |
stalaktito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stalaktito | stalaktitoj |
αιτιατική | stalaktiton | stalaktitojn |
stalaktito (eo)