spread out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | spread out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spreads out |
αόριστος | spread out |
παθητική μετοχή | spread out |
ενεργητική μετοχή | spreading out |
Ρήμα
επεξεργασίαspread out (en) → δείτε τις λέξεις spread και out
ενεστώτας | spread out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spreads out |
αόριστος | spread out |
παθητική μετοχή | spread out |
ενεργητική μετοχή | spreading out |
spread out (en) → δείτε τις λέξεις spread και out