spiralo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spiralo | spiraloj |
αιτιατική | spiralon | spiralojn |
spiralo (eo)
- το σπιράλ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spiralo | spiraloj |
αιτιατική | spiralon | spiralojn |
spiralo (eo)