spionraporto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spionraporto | spionraportoj |
αιτιατική | spionraporton | spionraportojn |
spionraporto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spionraporto | spionraportoj |
αιτιατική | spionraporton | spionraportojn |
spionraporto (eo)